Λόγια ειπωμένα σε Συνεντεύξεις …


Μικρό παιδί ζητούσα, μυστικά, να είχα εκείνο το δαχτυλίδι που στο ψέμα θα μου τσιμπούσε το δάχτυλο. Σε κάποιο Παραμύθι πρέπει να υπήρχε ένα τέτοιο μαγικό δαχτυλίδι.
Σ’ όλες τις ηλικίες, αργότερα, μ’ απασχολούσε το ψέμα και η αλήθεια, κι ακόμα αργότερα το ήθος που αντέχει τις αντιφάσεις με γέλιο και κάποτε με αυτοσαρκασμό.
                                                                             *
Ο λόγος των Λαϊκών Παραμυθιών γίνεται η μαρτυρία της ανθρώπινης περιπλάνησης δίχως τους περιορισμούς του χρόνου και του τόπου. Είναι ένας ουτοπικός χώρος, όπου μπορεί να λάβει χώρα το θαυμάσιο, έχοντας συγχρόνως επίγνωση των νόμων και των ορίων του γεγονότος ζωή.
                                                                            *
Όλα όσα έχουν λέξεις για να ειπωθούν, γ ί ν ο ν τ α ι ! Αλλά οι φοβέρες και οι πειθαρχίες φροντίζουν να μας αποκόψουν από την πηγή της αυθεντικής ζωής που είναι η Φαντασία.
                                                                           *
Όσο περνώ στη φωνή μου τους ήχους του Παραμυθιού, σιγά σιγά εκείνο ανοίγει τη μνήμη μου. Είναι κάτι υπέροχο! Το υλικό σώμα της άυλης γλώσσας (λέξεις, σύνταξη, ρυθμός…) με συνδέει με ό,τι έχει προϋπάρξει. Μιλώ πάντα για τα Λαϊκά Παραμύθια, αυτά δηλαδή που μεταδόθηκαν για πολλούς αιώνες από στόμα σε στόμα, που πλάστηκαν με την ανάσα(αίσθημα) και την εμπειρία(γνώση)  αυτών που τα έλεγαν κι αυτών που τα άκουγαν.
Κι έτσι, με την ανωνυμία που έχει ταπεινότητα και εύρος και με το κύρος του χρόνου που τα κρησάρισε, αλλά δεν τα σάρωσε, γίνονται ένας θησαυρός σε παμπάλαιο μπαούλο, που ανοίγεται σ’ όποιον έχει τη λαχτάρα ζωής ενός παιδιού και την εμπειρία ζωής ενός ενήλικα.
                                                                          *
Το Παραμύθι δίνει νόημα στον πόνο και τη δυσκολία, δείχνοντάς μας τα μονοπάτια να μεγαλώσουμε στη ζωή. Να πλατύνει η καρδιά μας και να χωρέσει τις αντιφάσεις, για να γευτούμε τη ζωή με τη μεγαλύτερη πληρότητα. 
                                                                        *
Ψάχνω τις παλαιότερες καταγραφές που σώζουν μια πιο πλούσια γλώσσα και τα μαθαίνω απ’ έξω. Είναι μια μακρόχρονη προετοιμασία-συμβίωση, ώσπου στο τέλος να βγαίνουν από τη δική μου κοιλιά.
                                                                        *
Στη μοναχική επανάληψη των Παραμυθιών στο δωμάτιο, περπατώντας στον Υμηττό, στην αγαπημένη μου παραλία, μουρμουρίζοντάς τα στους δρόμους της Πόλης… όλο και περισσότερο καταλαβαίνω πως κοχύλι είμαι, που περνούν από μέσα του αιωνόβιοι ήχοι, κουρέλια εμπειριών, και ζητούν να τα φέρω, γι άλλη μια φορά, στο φως της μέρας.
                                                                       *
Ναι! Υπάρχει ένας μυθικός εαυτός που ασφυκτιά, προσκρούει στην επικαιρότητα, δε βολεύεται. Μας εκθέτει. Κάθεται όλη νύχτα σ’ ένα σκαλάκι και κοιτάει τον ουρανό…
Τον βάζουμε τιμωρία, τίποτα. Τον σπάμε στο ξύλο, τίποτα. Τον κλειδώνουμε καλά μέσα στο σπίτι, καρφώνουμε και ξύλα έξω απ’ τα παράθυρα. Και τότε γίνεται θηρίο, γίνεται οργή, γίνεται ασθένεια…
                                                          *
Η γλώσσα παραδίδεται, κι όσο ανασαίνουμε μιλάμε. Κάποιες γεωμετρίες χάνονται στη ζωή μας. Χάνουμε την αφή του κύκλου, το οικογενειακό τραπέζι, τον κύκλο γύρω από τη σόμπα… πολλούς καθημερινούς κύκλους που κάνουν το χρόνο παιχνίδι της σχέσης.
Σήμερα ο χρόνος ως χρήμα ορίζει τα πάντα και καταντάμε ταλαίπωρες κάθετες μοναδούλες.
                                                                       *
Τα Λαϊκά Παραμύθια φέρουν τη σοφία των παππούδων μας, με τρόπο παιγνιώδη, γεμάτο εικόνες, άκακο τρόπο ακόμα κι όταν γίνονται σκληρά. Απ’ αρχής καταθέτουν τα όπλα:
«Ελάτε να πούμε ψέματα, πέντε σακιά γιομάτα.!...»
Κατάλαβες φίλε μου, πλησίασε άφοβα, δεν είμαι κάνα σπουδαίος, ένας ψευταράς είμαι…
Έλα να γελάσουμε μαζί, ίσως και να κλάψουμε, μα μη δίνεις και πολύ σημασία…
Κι έτσι μας κερδίζει με τη μία και καθόμαστε με στόμα ανοιχτό και τ’ ακούμε.
Μια φορά κι έναν καιρό…
                                                                                                      Α.Σ.                                                                                                                                                                                                                                                                                                     
                     

Παραμυθία…

Η Αγνή Στρουμπούλη ζωντανεύει Παραμύθια, από διάφορα μέρη της Ελλάδας, προς τέρψη και ψυχαγωγία μικρών και μεγάλων!

Τα Παραμύθια του λαού μας, για αιώνες, περνούσαν από στόμα σε στόμα, ως να καταγραφούν, και να γίνουν πάλι σήμερα προφορικός λόγος.

Θρεμμένα με τις εμπειρίες, το φως, τους ήχους, την πνευματικότητα αυτού του τόπου, πηγαίνουν ολόισια στην ψυχή μας, αναδεύουν ρητές και άρρητες μνήμες και μας αναπαύουν.

Ειπωμένα σε μια γλώσσα εξαιρετικής ελευθερίας, αποτυπώνουν το ήθος ανθρώπων ολοζώντανων, γεμάτων περιέργεια, λαχτάρα, καημούς, που τολμούν να ονομάζουν κάθε εμπειρία της ζωής.

Έτσι, το πέρασμα του χρόνου δεν τα «παλιώνει», αντίθετα τα καταξιώνει στον ρόλο που είχαν πάντα: να μας μυούν και να μας παρηγορούν στη ζωή.

Άλλωστε παραμυθία σημαίνει π α ρ η γ ο ρ ί α.

ΟΙ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΗΣ ΑΓΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΟΥΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑ

ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ:
"ΤΟ ΛΑΜΠΙΟΝΙ", ΜΙΑ ΕΚΠΟΜΠΗ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ   09.00-11.00


ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΓΡΑMMA:
"ΙΛΙΝΕΣ ΜΠΙΛΙΝΕΣ"
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 09.00-10.00- ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ 10.00-11.00- "ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥΣ"




Τί με οδήγησε στα παραμύθια

 Ο ανεκπλήρωτος Έρωτας.
Η ανάγκη να γίνομαι συνεπαρμένη. Με τις αισθήσεις, ολόκληρο το σώμα, την ανάσα, τη σκέψη μου.
Όσο θυμάμαι, το κατακάθι στης ψυχής μου υπήρξε αυτό που λέμε νοσταλγία, δηλαδή, να υποφέρει πάντοτε το άλγος του νόστου. Ποιου νόστου;
Από τότε αρχίζει να με απασχολεί η μνήμη. Αυτός ο χώρος που ξεπερνά τον έλεγχό μου, αλλά ταυτόχρονα έχει τη σιγουριά και το βάρος του βιωμένου.
Οδηγός μου ήταν πάντα η έκταση της γοητείας μέσα μου, έξω από οποιαδήποτε πρόθεση ή ιδιοτέλεια. Αυτές ήταν οι «στιγμές». Τυχαίες, σίγουρες, ανεξέλεγκτες.
Οπότε τι κάνουμε;
Χωρίς ιδιαίτερη επίγνωση, μπαίνω στο χώρο των ελληνικών λαϊκών Παραμυθιών και τότε …ανακαλύπτω τη γλώσσα τους.
Όχι μόνο ως έκφραση, λέξεις, σύνταξη, κ.λ.π., αλλά ως ζωντανό σώμα. Με μορφή, μυρωδιά, θερμοκρασία, παλμό, ρυθμό. Ναι! τόσο ζωντανό.
Όλο και περισσότερο μαγεύομαι και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, από το να την μαθαίνω απ’ έξω, να μπαίνω στους τρόπους της. Της παραδίδομαι.
Εκεί βρίσκω τις αφορμές, τα τσιγκέλια που ερεθίζουν τη μνήμη και «ξεγκαθίζουν» αισθήσεις, πραγματικότητες μη συνειδητές, αλλά εκατό τα εκατό βιωμένες.
Αναφωνώ: ο αθάνατος προφορικός λόγος. Ποτέ δεν πεθαίνει η γλώσσα.
Ο φθόγγος εκλύει το αίσθημα, αν ακουστεί καλά. Απ΄ αυτόν ξεκίνησε ο προ-προ-προπάππος μου και μ’ αυτόν μου κληροδοτεί την εμπειρία του. Κι από γενιά σε γενιά προστίθεται ζωή, ξεχνιέται το γεγονός, αλλά το αίσθημα μεταφέρεται, η εμπειρία κληροδοτείται. Το κάθε κύτταρό μας τα φέρει• η συνείδησή μας δεν ξέρει.
Αχ! Στο δρόμο αυτών των επτασφράγιστων μυστικών πορεύομαι.
Η σκηνή έχει την απαίτηση να εκτεθείς. Θες δε θες φαίνονται ό λ α. Σε εξαναγκάζει να υποχωρήσεις, να παραδεχτείς πού βρίσκεσαι σήμερα, αλλιώς σε πετάει έξω και γίνεσαι ένα ανδρείκελο με μπερδεμένους σπάγκους.

Όταν είμαστε μικροί και παλεύαμε στο δρόμο, το παν ήτανε να βάλουμε τον άλλο κάτω, λέγοντάς του συνέχεια: πες ήμαρτον! Πες ήμαρτον! Δεν ήξερα τι θα πει η λέξη.
Ήτανε στο μυαλό μου ένα κομμάτι άρτου–όπως κόβουμε την αγιοβασιλιάτικη πίττα-λευκό, ξεχωρισμένο, να στέκει μετέωρο σε σκούρο φόντο, που, καθώς έλεγε ο ηττημένος «ήμαρτον», του χαριζότανε και το ‘τρωγε με την ησυχία του…
Το λοιπόν, ήμαρτον.

Αγνή Στρουμπούλη
1999